παραχαράξει

παραχαράξει
παραχαράσσω
re-stamp
aor subj act 3rd sg (epic)
παραχαράσσω
re-stamp
fut ind mid 2nd sg
παραχαράσσω
re-stamp
fut ind act 3rd sg
παραχαράσσω
re-stamp
aor subj act 3rd sg (epic)
παραχαράσσω
re-stamp
fut ind mid 2nd sg
παραχαράσσω
re-stamp
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραχάραξη — Η παραποίηση ή η νόθευση νομίσματος, χάρτινου ή μεταλλικού, με σκοπό να τεθεί σε κυκλοφορία ως γνήσιο, καθώς και η προμήθεια ενός τέτοιου παραποιημένου ή νοθευμένου νομίσματος για τον ίδιο σκοπό. Κατά την ελληνική νομοθεσία, το αδίκημα τιμωρείται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”